- πεφνεῖν
- πεφνεῖνSee also: s. θείνω.Page in Frisk: 2,524
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
διφάσιο — το (Α διφάσιος, α, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διφάσιο είδος ορυκτού αρχ. 1. ο δύο ειδών, διττός 2. στον πληθ. δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β συνθετικό τής… … Dictionary of Greek